κατσούλα

κατσούλα
η
1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα
2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά
3. (για πτηνά) το λοφίο
4. η γάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με τη σημασία «γάτα» < κάττα + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. κατσί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατσούλα — η (λ. ρουμ.), κωνική καλύπτρα της κεφαλής που αποτελεί μέρος της κάπας ή του πανωφοριού, κουκούλα: Έβαλε την κατσούλα του να μην τον χτυπάει ο αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατσουλωτός — ή, ο [κατσούλα] 1. αυτός που φέρει κατσούλα, λοφίο 2. παροιμ. «διάφορο κατσουλωτό, ζημιά ολοστρόγγυλη» η επιδίωξη μεγάλων κερδών αποβαίνει σε βάρος αυτού που τά επιζητεί …   Dictionary of Greek

  • κουκούλα — η (λ. λατ.) 1. κατσούλα, κάλυμμα της κεφαλής. 2. οτιδήποτε μοιάζει με κατσούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γατούλα — και γατσούλα και κατσούλα, η 1. μικρή ή μικρόσωμη γάτα 2. χαδιάρα γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • κατσουλάτος — η, ο [κατσούλα] κατσουλωτός* …   Dictionary of Greek

  • κατσουλιέρης — και κατσουλιανός και κατσουλογιάννης, ο [κατσούλα] το πτηνό κορυδαλλός …   Dictionary of Greek

  • κατσουλόπαρδος — ο ο γατόπαρδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούλα με σημασία «γάτα» + πάρδος] …   Dictionary of Greek

  • κουκούλα — η (Μ κουκούλα) κωνικό, συνήθως, κάλυμμα τού κεφαλιού, κατσούλα νεοελλ. 1. κάθε κωνικό ή σφαιροειδές κατασκεύασμα από ύφασμα ή άλλο μαλακό υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύπτει κάτι («κουκούλα αυτοκινήτου») 2. ο δερματικός μανδύας που… …   Dictionary of Greek

  • λοφίο — το (AM λοφίον) (στη βυζαντινή αρχιτεκτονική) καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα μέσω τών οποίων γίνεται η μετάβαση από τα τέσσερα ημικυκλικά τόξα στην οριζόντια κυκλική στεφάνη, όπου εδράζεται ο σφαιρικός θόλος νεοελλ. 1. θύσανος από φτερά που… …   Dictionary of Greek

  • căciulă — CĂCIÚLĂ, căciuli, s.f. 1. Obiect confecţionat din blană de oaie sau de alt animal şi care serveşte la acoperirea capului. Bună ziua, căciulă (că stăpânu tău n are gură)! se spune, în bătaie de joc, unuia care nu salută. ♢ expr. A şi lua (sau a şi …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”